Δέκα ποιήματα του Τόμας Χάρντυ

1.Μεσάνυχτα Αυγούστου

Ι
Μια σκεπασμένη λάμπα κι ένα στόρι που ανεμίζει
Του ρολογιού ο χτύπος από κάποιο πάτωμα μακριά
Καταφθάνουν σ'αυτή τη σκηνή -με αγκάθια, κεραίες, φτερά-
Μια σαρανταποδαρούσα, ένας σκώρος και ένα σκαθάρι
Ενώ στις σελίδες μου επάνω μια μύγα
Τεμπελιάζει, τα χέρια της τρίβει, νυστάζει...

ΙΙ
Εμείς οι πέντε έτσι ανταμώνουμε λοιπόν, στο ακίνητο αυτό μέρος
Σε μια στιγμή μέσα στον χρόνο, σε μια στιγμή μέσα στον χώρο
-Οι καλεσμένοι μου λεκιάζουν τις φρεσκογραμμένες μου σειρές
Ή στη λάμπα χτυπούν και ανάσκελα πέφτουν
"Ταπεινοί του Θεού", λέω μέσα μου, "εσείς!" Όμως γιατί;
Εγώ δεν ξέρω της Γης τα μυστικά που ξέρουνε αυτοί

Μαξ Γκέιτ, 1899

2.Ο νέος που ζωγράφιζε βιτρώ

"Τα γοτθικά παράθυρα πώς μ'εξαντλούν
Με τόξα και προεξοχές, ποτέ τετράγωνα ή κυκλικά
Τα χρώματα μουντά, τα πλαίσια μολυβιά
Πάντοτε ο Ματθαίος ή ο Πέτρος τα κοσμούν!

"Ω, του ακανόνιστου σχεδίου τι δουλειά κι αυτή
Όταν εγώ τα ελληνικά μονάχα πρότυπα λατρεύω
Τη Μάρθα ζωγραφίζοντας, την Ήρα εγώ γυρεύω
Και στη Μαρία της Αφροδίτης βλέπω τη μορφή".

Νοέμβριος, 1893

3.Η Σύγκλιση των Δύο
(Στίχοι για τον χαμό του "Τιτανικού")

Ι
Στης θάλασσας τη μοναξιά
Απ'των θνητών τη ματαιότητα μακριά
Από της διάνοιας που τον συνέλαβε την περηφάνεια, εκείνος κείται
[ακίνητος.
ΙΙ
Στις αίθουσες από ατσάλι όπου έκαιγαν φωτιές
Στους λέβητες μέσα τους αλεξίπυρους
Τώρα στριφογυρίζουν ρυθμικά, διάφορα ρεύματα ψυχρά

ΙΙΙ
Πάνω από τους καθρέφτες που είχαν άλλοτε φτιαχτεί
Για ν'αντικατοπτρίζουν τη χλιδή
Σέρνεται το θαλάσσιο σκουλήκι -χυδαίο, γλοιώδες, αδιάφορο, βουβό.

ΙV
Διάκοσμοι που είχαν με χαρά σχεδιαστεί
Για να μαγεύουν τα φιλήδονα μυαλά
Άψυχα μένουν, με τη λάμψη τους θαμπή και μαύρη και τυφλή

V
Εκεί κοντά, ψάρια με μάτια σαν του φεγγαριού χλωμά
Κοιτάζουν τα επίχρυσα αντικείμενα
Κι αναρωτιούνται: "Άραγε τόση ματαιοδοξία τι θέλει εδώ πια;"


Λοιπόν καθώς δημιουργούσε
Αυτό το κατασκεύασμα με το γερμένο του φτερό
Η Πανταχού Παρούσα θέληση που όλα τα ανακινεί και τα ωθεί

VΙΙ
Ανοίκειο σύντροφο ετοίμαζε
Γι'αυτό -το τόσο υπέροχα μεγάλο-
Ένα Σχήμα από Πάγο, προς ώρας μακρινό και ξεκομμένο

VΙΙΙ
Κι όπως τ'ωραίο πλοίο γινότανε τρανό
Σε μέγεθος, σε χάρη και σε χρώμα
Σε απόσταση, μες σε σκοτάδι και σιωπή, μεγάλωνε και το Παγόβουνο
[μαζί

ΙΧ
Ξένα το ένα προς το άλλο έμοιαζαν να είναι
Μάτι θνητού δεν θα μπορούσε να τη δει
Την ένωσή τους την κατοπινή, τόσο στενή

Χ
Ούτε σημάδι ότι οδεύαν
Μέσω κοινού μονοπατιού
Να γίνουν δυο ημίσεα μεγάλου γεγονότος

ΧΙ
΄Ωσπου εκείνος που Υφαίνει τον Καιρό
"Τώρα!" είπε. Και όλοι τον ακούσαν
Κι ήρθε η πλήρωση, η σύγκρουση των δύο

Το ποίημα αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στις 14 Μαϊου του 1912 μέσα στο πρόγραμμα μιας φιλανθρωπικής συναυλίας που δόθηκε στο Κόβεντ Γκάρντεν για την ενίσχυση του "Ταμείου μετά την Καταστροφή του Τιτανικού".

4.Domicilium
Τόμας Χάρντυ (1840-1928)

Βλέπει στη Δύση κι από γύρω, πίσω του, στα πλάγια
Ψηλές οξυές, γερμένες, ρίχνουν ένα πέπλο από κλαδιά
Και σέρνονται πάνω στη στέγη.
Άγριο αγιόκλημα
Στους τοίχους σκαρφαλώνει και μοιάζει μιαν ευχή ν'αρθρώνει
(Αν γίνεται να φανταστούμε ότι τα δέντρα εύχονται, και τα φυτά)
Να ξεπεράσει τις μηλιές που είναι δίπλα
Κόκκινα ρόδα, πασχαλιές και πλουμιστό πυξάρι
Εκεί αφθονούν όπως και άλλα τραχιά άνθη
Που μεγαλώνουνε καλύτερα χωρίς φροντίδα.
Κοντά σ'αυτά
Υπάρχουν βότανα κι εδώδιμα. Κι ακόμη πιο μακριά
Ένα λιβάδι· ύστερα αγροτόσπιτα με δέντρα
Και τέλος λόφοι μακρινοί και ουρανός

Πίσω η σκηνή είναι πιο άγρια ακόμη
Θάμνοι και σπάρτα
Είναι, όπως φαίνεται, τα μόνα που ευημερούν και μεγαλώνουν
Πάνω στο έδαφος το ανομοιογενές.
Εδώ κι εκεί βρίσκεται ένα μαραμένο αγκάθι. Κι από ένα λάκκο
Ξεπροβάλλει μια βελανιδιά, φυτρώνει από ένα σπόρο
Που έριξε κάποιο πουλί πριν από χρόνια εκατό
Σε μέρες που παρήλθαν -που από καιρό παρήλθαν
Η μάνα του πατέρα μου, συγχωρεμένη τώρα πια, ευλογημένη
Με έφερνε περίπατο εδώ.
Κάποτε σε μια τέτοια βόλτα εγώ τη ρώτησα
Πώς ήτανε το μέρος όταν είχε πρωτόρθει εκεί να μείνει.
Θυμάμαι την απάντησή της.
"Πενήντα χρόνια πέρασαν παιδί μου από τότε κι οι αλλαγές σημάδεψαν
Την όψη των πραγμάτων
Τότε οι κήποι και τα περιβόλια
Ήταν ακαλλιέργητες πλαγιές
Πνιγμένες από βάτα, από σπάρτα, από αγκάθια
Αυτός ο δρόμος ήταν στενό ένα μονοπάτι, κλεισμένο από τις φτέρες
Που σαν δέντρα σχεδόν, έριχναν στους περαστικούς σκιά
Το σπίτι μας στεκόταν ολομόναχο και τα ψηλά αυτά έλατα
Όπως και οι οξυές δεν είχαν φυτευτεί.
Φίδια και σαμιαμίδια
Μαζεύονταν τις μέρες του καλοκαιριού και οι νυχτερίδες του βραδιού
Πετούσαν στα δωμάτιά μας.
Στους λόφους ζούσανε αδάμαστα πουλάρια που είχαν γίνει φίλοι μας.
Τόσο άγριο ήτανε το μέρος όταν πρωτόρθαμε εδώ".

Σημ.Αυτό είναι το πρώτο ποίημα που έγραψε ο Χάρντυ, όταν ήταν δεκαέξι ετών περίπου. Αναφέρεται στο πατρικό του σπίτι στο Χάιερ Μποκάμπτον του Ντόρσετ.- Πρώτη δημοσίευση αυτής της μετάφρασης: www.peopleandideas.gr

5.Οι κούκλες
Τόμας Χάρντυ (1840-1928)

"Όποτε ντύνουμε μαζί τις κούκλες μου, μανούλα
Γιατί τις φτιάχνεις έτσι εσύ
Να μοιάζουν με γενναίους στρατιώτες
Που αληθινούς ποτέ δεν έχω δει
Και όχι σαν κυρίες ευγενικές
Όλο φορέματα, μπούκλες και κρινολίνα
Όπως ο κόσμος ντύνει των μικρών του κοριτσιών τα φιγουρίνια;"

Αχ, γιατί τότε δεν απάντησε πως μόνη αιτία είναι ότι
"Πάντα στο νου της η μαμά σου, έναν γενναίο έχει στρατιώτη
Στρατιώτης ήταν ο μπαμπάς σου
Το όνομά του δεν μπορώ να σου το πω
Δεν είναι αυτός που μένει σήμερα κοντά σου
Μα ένας άλλος που πολύ τον αγαπώ".

(Από συλλογή του 1917)

6.Νύχτα Νοεμβρίου

Πρόσεξα πότε άλλαξε ο καιρός
Πότε τα τζάμια άρχισαν να τρίζουν
Ο άνεμος σηκώθηκε, δυνάμωσε
Τη νύχτα εκείνη ξαπλωμένος ήμουν, μισοξύπνιος

Φύλλα νεκρά μπήκαν μες στο δωμάτιο
Και στο κρεββάτι μου ανεβήκαν
Προς το σκοτάδι ένα δέντρο δήλωνε
Τη λύπη του γι'αυτά τα φύλλα τα πεσμένα

Ένα τους άγγιξε το χέρι μου
Και πίστεψα εσύ πως ήσουν
Στάθηκε εκεί όπως το συνήθιζες
Λέγοντας ότι επιτέλους ήξερες!

(;) 1913

7.Στο Βρετανικό Μουσείο

"Στην πέτρα αυτή που άγγιξε ο χρόνος τι ατενίζεις;
Τίποτα πια εκεί δεν μένει
Μονάχα ένα σταχτί κενό που το κοιτάζεις
Με τη ματιά προσηλωμένη

"Δεν το κοιτάζεις σαν να βλέπεις
Μα σαν κάτι ν'ακούς
Τα χείλη μισανοίγοντας, πατώντας απαλά
Σαν τα πουλιά ή τους ποντικούς.

"Είναι μόνον η βάση μιας κολώνας, θα σου πουν
Κι έφτασε ώς εμάς
Από ένα λόφο μακρινό, από ένα βράχο
Που οι άνθρωποι τον λέγαν Άρειο Πάγο".

"Δεν ξέρω από τέχνη και κοιτάζω απλώς
Μια πέτρα σ'έναν τοίχο
Αλλά σκέφτομαι πως σ'αυτή την πέτρα επάνω
Του Παύλου κάποτε η φωνή, άφησε έναν ήχο

"Ο Παύλος στάθηκε κοντά της
Στα πλήθη κήρυξε εμπρός
Ισχνή και μικροκαμωμένη η μορφή, το πρόσωπο σκαμμένο
Ωστόσο βροντερός

Τα λόγια του σε κάθε τόνο τους βαθιά
Στο μάρμαρο επάνω χαραχτήκαν
Η αντανάκλαση έφτασε παντού
Και ύστερα χαθήκαν

"Είμαι ένας άνθρωπος εργατικός
Που ελάχιστα γνωρίζει
Αλλά και πάλι η σκέψη μου γυρίζει
Στην πέτρα όπου αντήχησε του Παύλου η φωνή".

8.Τσερμάτ
Προς το Μάτερχορν
(Ιούνιος-Ιούλιος 1897)

Τριάντα δύο χρόνια από τότε, κόντρα στον ήλιο εκεί ψηλά
Επτά μορφές, πυγμαίοι λεπτοί για όποιον τους έβλεπε από κάτω
Μοχθώντας καταφέραν να πηδήξουν μέχρι την αετίσια σου κορφή
Και τέσσερις ζωές πληρώσαν για ό,τι κέρδισαν εκείνοι οι επτά.

Ήταν οι πρώτοι που πετύχαιναν τέτοιο κατόρθωμα,
Και όταν σε κοιτάζω το μυαλό μου εκεί πετά
Στην τραγική γιορτή της δύναμης του ανθρώπου
Λες και ώς τότε δεν είχες γραφτεί ποτέ στην ιστορία

Κι όμως πριν πάμπολλες γενιές, άνθρωποι στην κορφή σου σκαρφαλώναν
Ενώ εσύ έβλεπες τους πλανήτες να ψηλώνουν και να χαμηλώνουν
Ίσως και το ουράνιο σώμα -ήλιο ή σελήνη- νά’δες του Ιησού, που στάθηκε
Και τον γεμάτο προμηνύματα ουρανό όταν του Καίσαρα η ισχύς
Στο ματωμένο τέλος της πλησίαζε
Ναι, ακόμη και τη Μεσημβρία εκείνη που σκότος σκέπασε τη γη ώς την ενάτη ώρα.

Σημειώσεις: Ιησούς του Ναυή ι΄: 12-14. Σε αυτή την αφήγηση γίνεται γνωστό ότι ως εκ θαύματος η νύχτα δεν έπεσε μέχρι τη στιγμή που οι Εβραίοι κατάφεραν να κερδίσουν μια μάχη. Πρόκειται για μια ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης σύμφωνα με την οποία ο ήλιος και το φεγγάρι στάθηκαν ακίνητα καθώς ο ηγέτης των Εβραίων, Ιησούς του Ναυή, κατακρεουργούσε τους εχθρούς του.
Πριν την δολοφονία του Καίσαρα, ο ουρανός ήταν γεμάτος οιωνούς όπως περιγράφει ο Σαίξπηρ στον "Ιούλιο Καίσαρα".
Κατά Μάρκον, κεφ.15, στ.33: "Και γενομένης ώρας έκτης σκότος εγένετο εφ'όλην την γην έως ώρας ενάτης".
Πέρα από τα παραπάνω πραγματολογικά στοιχεία, το ποίημα αναφέρεται στην 14η Ιουλίου του 1865 όταν η διάσημη κορυφή των Άλπεων, Μάττερχορν, κατακτήθηκε από τον Βρετανό εξερευνητή Edward Whymper, αλλά δυστυχώς στην διάρκεια της καθόδου τέσσερα άτομα της ομάδας έχασαν τη ζωή τους. Τρεις μέρες αργότερα μια ομάδα Ιταλών ανέβηκε από την ιταλική πλευρά, με επικεφαλής τον Giovanni Antonio Carrel.

9. Στον Όρμο Λάλγουερθ έναν αιώνα πριν

Μονάχα νά'χα ζήσει εκατό χρόνια πριν
Θα πήγαινα, όπως πήγα φέτος
Από του Γουόρμγουελ το Σταυροδρόμι σ'έναν Όρμο που γνωρίζω
Όπου ο Χρόνος πάνω μου το δάχτυλό του ακούμπησε εκεί :

"Βλέπεις αυτόν τον άνδρα;"-Θα κοίταζα και θά’λεγα
"Α ναι, τον βλέπω. Αυτόν που ήρθε με τη βάρκα
Που πέρασε τη Μάγχη από το Σεντ Ωλμπαν'ς Χεντ
Ένας τόσο συνηθισμένος νεαρός δεν ελκύει τη σκέψη μου".

"Βλέπεις αυτόν τον άνδρα;"-"Μα ναι, σου είπα, ναι
Είναι από αυτούς των πόλεων, τους ανέμελους. Με καστανής απόχρωσης μαλλιά
Και καθώς το βραδινό φως όλο και λιγοστεύει
Κοιτάζει ψηλά ένα άστρο όπως κάνουν πολλοί"

"Βλέπεις αυτόν τον άνδρα;"-"Όχι, άσε με!"ικετεύω τότε,
"Πρέπει να κάνω δεκαπέντε μίλια μες στη θάλασσα,
Και πέφτει το σκοτάδι, και τα γόνατά μου είναι κομμένα
Τρίτη φορά στο λέω, ναι, τον βλέπω αυτόν τον άνδρα!"

"Καλά. Αυτός ο άνδρας πάει στη Ρώμη -στον θάνατο και στην απόγνωση
Και κανείς δεν τον βλέπει τώρα εκτός από σένα και από μένα
Σ'εκατό χρόνια όλος ο κόσμος θα τον ακολουθήσει εκεί
Και θα σκύψει ευλαβικά όπου έχει η τέφρα του αποτεθεί".

(Το ποίημα αυτό μιλάει για τον ποιητή Τζων Κητς)

10. Στον καθρέφτη κοιτάζω

Στον καθρέφτη κοιτάζω
Το δέρμα μου που φθίνει
Και λέω, Θεέ μου ας ήτανε να γίνει
Η καρδιά μου εξ ίσου ζαρωμένη

Διότι τότε, χωρίς έννοιες
Για καρδιές προς εμένα ψυχρές
Την αιώνια ανάπαυση μόνος
Θα περίμενα εν ειρήνη

Αλλά ο Χρόνος για να με πικράνει
Κάτι μου κλέβει, κάτι μου αφήνει
Το εύθραυστό μου σώμα συνταράζει στο ναδίρ του
Με καρδιοχτύπια απ'το ζενίθ του.

Οι παραπάνω μεταφράσεις δημοσιεύθηκαν στον Ιδεοστρόβιλο
https://ideostrovilos.gr/logotexnia/deka-poiimata-toy-tomas-xarnty