Ο Γαργαντούας και ο Πανταγκρυέλ ανεβάζουν φωτογραφίες στο ίνσταγκραμ

 

Μια κοινωνία της παρακμής δεν λατρεύει απλώς το φαγητό, το θεοποιεί. Αλλά η δική μας κοινωνία δεν μοιάζει να το αγγίζει πάντως ούτε να το απολαμβάνει με τη γλώσσα και τον ουρανίσκο. Θέλει απλώς να το φωτογραφίζει και να το εκθέτει στα σόσιαλ σαν επίτευγμα, σαν απόκτημα με υπερηφάνεια λες και αγόρασε ένα ακριβό αυτοκίνητο ή ένα κόσμημα. Θέλει να μοιραστεί τη χαρά της ή θέλει απλώς να κάνει τους άλλους να ζηλέψουν; Υπάρχει ειδική ρύθμιση στα κινητά για να φωτογραφίζει κανείς τα πιάτα και να τα ανεβάζει στο ίνσταγκραμ. Υπάρχει το food styling. Είναι instagrammable λέμε, ένα πιάτο με φωτογένεια, οποία τιμή γι'αυτόν που το παρήγγειλε ή το ετοίμασε!

Άπειρα βιβλία μαγειρικής εκδίδονται καθημερινά, δεν είναι πια μόνον ο Τζέϊμι Όλιβερ. Τώρα κάθε σοβαρό σπίτι επιβάλλεται να έχει στα ράφια της βιβλιοθήκης του έναν Οττολέγκι. Αλλά και λογοτεχνικά βιβλία καλής ποιότητος γράφονται για το θέμα της τροφής, της απόλαυσης του να μαγειρεύει κανείς, να δημιουργεί αυτοσχεδιάζοντας ή βάσει συνταγών και να ταϊζει τους γύρω του. Πότε αλήθεια έγινε αυτή η ζωτική μας ανάγκη τόσο σημαντική για τους νέους, πιο σπουδαία και από την ίδια την αγάπη και το σεξ; Ανέκαθεν περνούσαν τα παιδιά μια φάση γύρω στην εφηβεία όταν ανακάλυπταν την χαρά ενός ωραίου φαγητού και πειραματίζονταν για πρώτη φορά με την μαγειρική. Όμως σύντομα ξεχνούσαν αυτή τη φάση και προχωρούσαν σε άλλα πράγματα. Αστεϊζόμενοι λέμε ότι το φαγητό είναι "το σεξ του ηλικιωμένου" αλλά εδώ βλέπουμε κυρίως τους νέους να παθιάζονται με την αισθητική της γαστριμαργίας. Ηδονοβλεψίες της μάσας, μασουλάνε με απίστευτη λαχτάρα στα βίντεο που ανεβάζουν για τους followers. Υπάρχει αναμφισβήτητα ηδονή σ'ένα ωραίο φαγητό, αλλοίμονο, και ο Ροσσίνι το ήξερε αυτό, ήταν εύσωμος, έγραφε συνταγές, δημιουργούσε νόστιμα πιάτα.

Άλλοτε ο τουρίστας αλλά και ο ταξιδιώτης -πρέπει να τους ξεχωρίζουμε για να μην παρεξηγηθούμε, μην πει κανείς ότι δεν ξέρουμε την διαφορά ανάμεσα στα δύο είδη- πήγαινε να δει αξιοθέατα και μουσεία στα μέρη που επισκεπτόταν. Τώρα δεν έχει τόσο πνευματικά ενδιαφέροντα, προτιμά να κλείνει ακριβά εστιατόρια και η εκδρομή του δεν είναι πλήρης αν όταν τον ρωτήσουν πώς πέρασε δεν μπορεί ν'απαντήσει ότι έφαγε σε μια καλή παραδοσιακή ταβέρνα με σπιτικό φαγητό ή σε ένα ρεστωράν βραβευμένο με αστέρι Michelin. Επίσης πρέπει και να αποδείξει ότι πήγε. Με μια φωτογραφία φυσικά. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ήταν πραγματικά νόστιμο το πιάτο, αυτή η δυνατότης δεν έχει ακόμα εφευρεθεί στο διαδίκτυο, η γεύση και η όσφρηση δεν μπορούν προς το παρόν να μεταδοθούν ηλεκτρονικά.

Ανατρέχοντας στο πρόσφατο παρελθόν θυμόμαστε ότι ήδη από την εποχή της nouvelle cuisine είχε αρχίσει η ιστορία με την καλαίσθητη παρουσίαση των πιάτων. Μικρές μερίδες, όχι για χόρταση, μάλλον σαν δείγματα φαγητών. Ναι, πρώτα ήταν η παρουσίαση σε μοντέρνα γεωμετρική διάταξη μέσα στο πιάτο, έπειτα η μοριακή κουζίνα των μεταμοντέρνων Ισπανών του Σαν Σεμπαστιάν και του Μπιλμπάο και τώρα πια το φαγητό από τον τόπο σου, όχι από πολύ μακριά, ει δυνατόν από το διπλανό χωριό, ώστε να είμαστε πολιτικώς ορθοί, να μην αφήνουμε οικολογικό αποτύπωμα, να μην κουβαλάμε με το αεροπλάνο τρόφιμα από την άκρη του κόσμου. Και να μπορούμε να παρακολουθήσουμε την σύντομη διαδρομή τους από τον αγρό ή από το σφαγείο (κακή λέξη!) μέχρι το στομάχι μας. Τίτλος τιμής να είσαι gourmand με συνείδηση...

Κάποτε λέγαμε ότι ο έρωτας περνάει από το στομάχι αλλά τώρα το φαγητό καταλαμβάνει πάρα πολλή σκέψη, πάρα πολύ χώρο στη ζωή μας. Πότε άρχισαν η βουλιμία -όχι με την έννοια που την ξέραμε παλιά, της λαιμαργίας δηλαδή, αλλά ως ανάγκη να φας πολύ και στη συνέχεια να βγάλεις το φαγητό με το ζόρι- και η ανορεξία να γίνονται διαδεδομένες διαταραχές της διατροφής; Προφανώς στην εποχή της χορτασμένης κοινωνίας, όταν η πείνα και η ανέχεια έπαψαν -ευτυχώς- ν'αποτελούν προβλήματα.

Ο λαός μας ανέκαθεν αγαπούσε τα μεγάλα τσιμπούσια -εκ της λέξης συμπόσια- τα τραπεζώματα με τις μεγάλες μερίδες, τα πολλά ορεκτικά, τους μεζέδες. Κι αν δεν ήξεραν τον όρο art de la table, πολλές νοικοκυρές της γενιάς των γονιών μας ήθελαν να στρώνουν ωραία τραπέζια, συνήθως σε επίσημες περιστάσεις, με κεντητά τραπεζομάντηλα και λινές πετσέτες διπλωμένες μέσα σε μεταλλικό κρίκο, με κρυστάλλινα ποτήρια και ασημένια μαχαιροπήρουνα. Ξεπερνούσαν τον εαυτό τους σε υπερπαραγωγές, ίσως κι εκείνες από ανάγκη επίδειξης ή συναγωνισμού. Από αυτές τις γιορτές περάσαμε στη συνέχεια στο γρήγορο και πρόχειρο φαγητό, το οποίο πρωτογνώρισε η δική μας γενιά και τότε μάλλον άρχισε η πλειονότης των ανδρών ν'αποκτά φουσκωμένες κοιλιές, τότε άρχισαν και οι γυναίκες να μιλάνε διαρκώς για δίαιτες.

Μήπως στραφήκαμε στην ενασχόληση με το φαγητό επειδή όλα τα άλλα θέματα δυσκολευόμαστε να τα θίξουμε; Αλλά κι εδώ επίσης επεμβαίνει η λογοκρισία. Ο Ρόαλντ Νταλ κατηγορήθηκε μετά θάνατον ότι αναφερόταν σε χοντρά παιδιά κι αυτό μπορεί να θίξει κάποια άτομα, να τα κάνει να νοιώσουν άσχημα. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να τρώνε κρέας γιατί τα ζώα υποφέρουν όταν οδηγούνται στη σφαγή, δεν πρέπει να τρώνε ούτε χταπόδι γιατί τα χταπόδια είναι έξυπνα μαλάκια και ευαίσθητα. Οι άνθρωποι που ακόμα δεν είναι vegan ή έστω vegetarian πρέπει να νοιώθουν άσχημα.

Από την άλλη πώς να αισθάνονται άραγε οι λιγότερο προνομιούχοι χρήστες του ίντερνετ, αυτοί που δεν έχουν πρόσβαση σε τέτοια εστιατόρια, όταν βλέπουν όλη αυτή τη décadence των δυτικών; Φάτε μάτια ψάρια...

Είχαμε πάντα εμείς οι άνθρωποι εμμονή με το θέμα της τροφής, αλλοίμονο πώς θα ζούσαμε χωρίς αυτήν; Στη λογοτεχνία ήταν η υπέροχη Λωξάντρα με τον ωραίο της χαλβά και όλα τα υπόλοιπα πιάτα της πολίτικης μαγειρικής της, ο Προυστ που έμεινε στην ιστορία χάρη στον συνειρμό της μαντλέν και της ανασύστασης του παρελθόντος, η Κάρεν Μπλίξεν, η οποία στη Γιορτή της Μπαμπέτ έφτιαξε μια γαστρονομική πανδαισία άνευ προηγουμένου με την πέννα της. Στον κινηματογράφο είχαμε το Μεγάλο φαγοπότι αλλά και τον Μάγειρα, τον κλέφτη, τη γυναίκα του και τον εραστή της. Και πάρα πολλές νεκρές φύσεις με κυνήγι, κρέατα, λαχανικά, φρούτα, γλυκά έχουμε δει στην ζωγραφική.

Τώρα, όμως, η τέχνη έχει γίνει εφήμερη σαν καρδούλα πάνω στον αφρό του καπουτσίνο.

Και το ερώτημα παραμένει: γιατί οι νεότεροι ερωτεύονται το φαγητό, γιατί το απαθανατίζουν σαν νά'ναι κάτι αιώνιο; Εξιδανικεύουν την τροφή μ'αυτό τον τρόπο ή μήπως την απαξιώνουν εντελώς; Γιατί  μετράνε τις μπουκιές τους με κάθε φωτογραφία;