Προσπάθεια ψυχανάλυσης του Πινόκιο

Προσπάθεια ψυχανάλυσης του Πινόκιο

Το βιβλίο «Οι Περιπέτειες του Πινόκιο» του Ιταλού συγγραφέα Κάρλο Κολλόντι (1826-1890) είναι γνωστό σαν παραμύθι για παιδιά και κυκλοφορεί συνήθως σε συντομευμένες εκδόσεις. Ο κεντρικός ήρωας, ο ξύλινος κούκλος Πινόκιο, έχει ταυτιστεί στη σκέψη των περισσοτέρων με ένα χαρακτηριστικό του: όταν λέει ψέματα, μεγαλώνει η μύτη του. Όμως, όταν σκέφτομαι τον Πινόκιο, δεν με απασχολεί ούτε η μύτη που μεγαλώνει ούτε το ότι διαβάζεται από παιδιά.
Με απασχολούν άλλα πράγματα. Γιατί θέλησε να μπει σ’ένα κομμάτι ξύλο και κυρίως γιατί θέλησε να βγει από’κει; Το θέλησε ο ίδιος ή ήταν επιθυμία του πατέρα του; Ο Τζεπέτο με την έντονη επιθυμία να γίνει πατέρας τον έφτιαξε κούκλο και στη συνέχεια άνθρωπο;
Και γιατί ο Πινόκιο ήταν τόσο επίμονα κακός και άτακτος; Γιατί είχε τόση αλαζονεία; Ήταν κάτι σαν εφηβεία; Γιατί πλήγωνε τόσο πολύ τον πατέρα του; Έβρισκε και τα έκανε; Σε τι αντιδρούσε τέλος πάντων;
Δεν άφησε κακή εμπειρία που να μην τη δοκιμάσει. Πέρασε δια πυρός και σιδήρου, έθεσε με μύριους τρόπους τη ζωή του σε κίνδυνο, έμπλεξε με τις χειρότερες παρέες, έχασε τη λαλιά του και άρχισε να γκαρίζει όταν μεταμορφώθηκε σε γάϊδαρο, από την απόλυτη έκσταση της Χώρας των Παιχνιδιών (ή των Βλακόμετρων) έφτασε σταδιακά στην Κόλαση σαν υποζύγιο, στην απόλυτη ταπείνωση και απόγνωση. Τέλος, τον κατάπιε ένα Σκυλόψαρο και μέσα στην κοιλιά του βρήκε και πάλι τον πατέρα του, ο οποίος τον αναζητούσε επί δυο χρόνια.
Για να φύγουν από εκεί μέσα, ο Πινόκιο παίρνει τον πατέρα του στην πλάτη (όπως ακριβώς είχε κάνει και ο Αινείας φεύγοντας από την φλεγόμενη Τροία), αναλαμβάνει για πρώτη φορά να σώσει εκείνος τον πατέρα του και όχι το αντίστροφο. Εδώ πλέον ενηλικιώθηκε και αποφάσισε ν’αφήσει τα γλέντια και να φανεί καλός. Αυτή η συμβολική κίνηση (γιατί μέχρι τώρα ήταν όλο «ομνύω» σαν το ποίημα του Καβάφη και μετά ξανάπεφτε στην αμαρτία και στα γλεντοκόπια που ποτέ δεν είχαν αίσιο τέλος).
Για την θυσία του αυτή, για το ότι κόπιασε δηλαδή και μετέφερε τον πατέρα του, ανταμείβεται, και η μεγαλύτερη επιθυμία του γίνεται πραγματικότητα: γίνεται άνθρωπος όπως οι γύρω του.
Δεν θα σταθώ στο πόσο σημαντικό λογοτεχνικό έργο είναι, πόσο μπορεί κανείς να το διαβάζει και να το ξαναδιαβάζει θαυμάζοντας τη γλώσσα του, ούτε στο πόσες εξαιρετικές εικονογραφήσεις ευτύχησε να έχει. Θα σταθώ στην ανάγκη του παιδιού για περιπέτεια και για διασκέδαση, καθώς και στην άνευ όρων αγάπη και συμπόνοια εκ μέρους του (θετού) του γονιού.
Κατ’ αρχήν το κούτσουρο είχε ψυχή ήδη από την αρχή, από την στιγμή που ο Τζεπέτο πήρε από έναν φίλο του αυτό το κομμάτι ξύλο για να φτιάξει έναν ξύλινο κούκλο- θαύμα που θα του απέφερε χρήματα. Αυτή ήταν η αρχική του πρόθεση και ίσως να τιμωρήθηκε για το γεγονός ότι ονειρευόταν χρήματα. Βέβαια δικαιολογείται γιατί ήταν πάμπτωχος και δεν είχε να φάει. Το θέμα είναι ότι ο κούκλος δεν του βγήκε υπάκουος, όπως τον είχε φανταστεί.
Ο λάλος Γρύλλος (Grillo parlante), ένα έντομο που μιλάει, γίνεται η φωνή της συνείδησης του Πινόκιο. Όχι ότι του δίνει σημασία δηλαδή. Μόνο να τον βρίζει ξέρει ο Πινόκιο. Το πρώτο πράγμα που λέει ο Γρύλλος στον Πινόκιο είναι: « Αλλοίμονο στα παιδιά που τα βάζουνε με τον γονιό τους και παρατούνε πεισματικά το πατρικό τους σπίτι! Ποτέ τους δεν θα ιδούνε καλό σ’ αυτόν τον κόσμο. Και νωρίς ή αργά, θα μετανιώσουνε πικρά».
Η Νεράϊδα με τα γαλάζια μαλλιά που αγαπάει τον Πινόκιο και του κάνει όλα τα χατήρια, του λέει ότι για να γίνει αληθινός άνθρωπος, θα πρέπει να το αξίζει, να γίνει υπάκουος, ν’αγαπάει το διάβασμα, να λέει πάντα την αλήθεια, να πηγαίνει πρόθυμα στο σχολείο. Της τα υπόσχεται όλα κι εκείνη του υπόσχεται να γίνει μαμά του. Ο Πινόκιο κάνει πράγματι –αν και απρόθυμα- την προσπάθεια την άλλη μέρα, επιστρέφει στο σχολείο, αλλά σκοντάφτει στις κοροϊδίες των συμμαθητών του που τον περιγελούν επειδή είναι μαριονέτα.
Το βιβλίο αυτό ίσως δεν θα πει ποτέ τίποτα σ’εκείνα τα παιδιά που από μικρά πήραν τον ίσιο δρόμο ούτε στους γονείς τους που ποτέ δεν αντιμετώπισαν πρόβλημα μαζί τους. Θα το βρουν και τα μεν και οι δε περιττά διδακτικό κι ηθικοπλαστικό και θα το απορρίψουν από μιας αρχής. Το βιβλίο θα μιλήσει, όμως, σ’όλα τα παιδιά που παραστράτησαν είτε απ’το ξερό τους (ξύλινο) κεφάλι είτε απ’την έλλειψη κατανόησης των γονιών τους. Θα μιλήσει και στους γονείς που δεν ήταν άκαμπτοι αλλά κατάφεραν να συγχωρήσουν, στους γονείς που αγαπάνε άνευ όρων ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές.
Είναι πολύ δραματικά τα όσα περνάει ως γάϊδαρος, όπως και η συνάντησή του με τους δυο απατεώνες, τον Γάτο και την Αλεπού. Είναι συγκινητικές οι θυσίες και οι στερήσεις του πατέρα του για να του προσφέρει τα πάντα. Είναι συγκινητική και η πάλη που γίνεται μέσα στον Πινόκιο ανάμεσα στο Καλό, το οποίο θεωρητικά το επιζητά και το θέλει, και στο Κακό που με περισσή ευκολία πάντοτε ακολουθεί. Πώς να του δώσει άδικο κανείς; Πόση δύναμη να έχει αυτή η ξύλινη ύπαρξη, την οποία όλοι κοροϊδεύουν και κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά; Αφού χτυπάει γύρω στις χίλιες φορές το κεφάλι του στον τοίχο, αφού συγκρούεται χίλιες φορές με τον πατέρα του, αφού αψηφά τα λόγια του Γρύλλου και της αγαπημένης του Νεράϊδας, την χιλιοστή πρώτη φορά θα κάνει την υπέρβαση. Θα συγχωρήσει, σύμφωνα με την ερμηνεία μου, τον πατέρα που του έδωσε ζωή χωρίς να τον ρωτήσει, που τον έφερε στον κόσμο για να βασανιστεί, θα πάρει στις πλάτες τον πατέρα για να τον βγάλει απ’τη φυλακή του στομαχιού του Σκυλόψαρου και να τον οδηγήσει με κίνδυνο της ζωής του στη στεριά. Η ανωτερότητα της κίνησης αυτής παραγράφει τον πρότερο, ανέντιμο βίο του, τον καθιστά ικανό για αλτρουιστική αγάπη και συγχώρεση και τον ανταμείβει με την αληθινή ανθρώπινη υπόσταση.
Αξίζει, όμως, κάθε κεφάλαιο να μελετηθεί μόνο του ψυχαναλυτικά. Ξεχωρίζει η περιπέτεια στο τσίρκο του Φαγοφωτιά, με φόντο την Κομμέντια ντελλ’Άρτε, εκεί όπου ο Πινόκιο δείχνει έντονα πόση καλωσύνη υπάρχει μέσα του όταν ζητά από τον άγριο θιασάρχη να μην κάνει τον Αρλεκίνο παρανάλωμα του πυρός. Ακολουθεί η μεταμόρφωση του Πινόκιο σε γάϊδαρο, τόσο έντονη και δραματική σαν εκείνη για την οποία έγραψε ο Κάφκα. Και φυσικά η συνάντηση στην κοιλιά του κήτους με τον πατέρα, αυτόν που προτιμούσε να μείνει νηστικός για να δώσει στο παιδί του να φάει, αυτόν που μέσα στο καταχείμωνο είχε πουλήσει το μοναδικό του σακάκι για να πάρει στο παιδί του αλφαβητάριο προκειμένου να πάει στο σχολείο.
Τελικά, όμως, γιατί σπεύδει προς το γλεντοκόπημα ο Πινόκιο; Για να ξεφύγει από τη σοβαρότητα της ύπαρξης; Μήπως δεν ήθελε να βγει από το ξύλο, μήπως δεν ήθελε τα βάσανα της ζωής. Γι’αυτό άραγε κλωτσούσε, όντας κούτσουρο, όποιον τον πλησίαζε;
Έχει την τάση πάντοτε να ρίχνει το φταίξιμο στους άλλους που τον παρασέρνουν ενώ παράλληλα διαμαρτύρεται ότι όλα τα παθαίνει επειδή δεν έχει καρδιά σαν αληθινό παιδί. Όταν γίνεται γάϊδαρος, κατηγορεί τον συμμαθητή του που του πρότεινε να πάνε στη Χώρα των Παιχνιδιών, τον Φυτίλη, ο οποίος θα παραμείνει γάϊδαρος μεταμορφωμένος μέχρι το τέλος.
Το στομάχι του Σκυλόψαρου είναι ο τόπος όπου ο Πινόκιο θα μείνει για λίγο μόνος του προκειμένου να στοχαστεί και να γίνει η Κάθαρση. Είναι υποβλητική η ζωγραφιά του εικονογράφου Κάρλο Κιόστρι με τον Πινόκιο να οδεύει προς τον πατέρα του που μοιάζει με βιβλική μορφή όπως βιβλική είναι εξ άλλου η ιδέα της κοιλιάς του κήτους. Είναι υποβλητική η στιγμή που βλέπει το φωτάκι του πατέρα του από μακριά.
Εκτός από το ευτυχισμένο τέλος που ίσως αποτελεί παραχώρηση στο παιδικό αναγνωστικό κοινό, όλες οι υπόλοιπες ιστορίες έχουν μια σκληρότητα και βιαιότητα που σε ταράζει. Κάθε περιπέτεια του Πινόκιο ξεκινά με γέλια, συνεχίζεται με εξευτελισμό, έπειτα τον φέρνει κοντά στον θάνατο που πάντα τελικά τον γλυτώνει χάρη στην επέμβαση της Νεράϊδας, της μάνας του.
Και πάντα ξεπροβάλλει η ανάγκη του να γίνει άλλος, ένα αληθινό παιδί, πάντα φαίνεται έντονη η ανάγκη του ανθρώπου, του κουρασμένου από την αδύναμη φύση του, να μεταμορφωθεί. Είτε με τη θεϊκή παρέμβαση είτε με τις δικές του προσπάθειες και θυσίες.
Τη μεταμόρφωση την επιτυγχάνει και ζει αυτός καλά κι εμείς καλύτερα, αν φυσικά καταφέρουμε όπως εκείνος, με βάσανα και κόπους, με αληθινό αλτρουισμό και ταπείνωση, με την αγάπη που δεν ζητάει αλλά προσφέρει, που κάνει ένα βήμα πίσω για ν’αφήσει χώρο στον απέναντι, να αλλάξουμε την ξύλινη, επιπόλαιη, άπληστη φύση μας και να γίνουμε άνθρωποι στο τέλος. Ακούγομαι ηθικοπλαστική; Ελπίζω όχι.

Μια μικρή περίληψη των περιπετειών του Πινόκιο όπως τις αφηγείται ο ίδιος στον πατέρα του όταν τον βρίσκει μέσα στο στομάχι του Σκυλόψαρου.

-Μου λένε την αλήθεια τα μάτια μου;αποκρίθηκε ο γεράκος, σκουπίζοντας τα μάτια. Είσαι λοιπόν εσύ ο ίδιος, ο ακριβός μου ο Πινόκιο;
-Ναι, ναι, εγώ είμαι, εγώ ο ίδιος! Κι εσύ, μ’έχεις πια συχωρέσει, δεν είν’έτσι; Αχ, μπαμπάκα μου, τι καλός που είσαι!...Και να συλλογιέμαι πως εγώ, αντίθετα...Ωχ! Αν ήξερες τι δυστυχίες μου πέσανε στο κεφάλι, τι τράβηξα! Φαντάσου, που τη μέρα κείνη, καημένε μου μπαμπάκα, τη μέρα που εσύ πούλησες το σακάκι σου να μ’αγοράσης Αλφαβητάρι, εγώ τό’σκασα για να ιδώ τους κούκλους κι ο θιασάρχης ήθελε να με ρίξη στη φωτιά για να ροδίση το ψητό του κι ύστερα μου έδωσε ο ίδιος πέντε χρυσές λίρες να σου τις φέρω, μα εγώ βρήκα στο δρόμο μου την Αλεπού και το Γάτο κι αυτοί με πήγανε στην ταβέρνα του Κόκκινου Αστακού, όπου φάγανε σα λύκοι κι έφυγα μόνος μου τη νύχτα κι απάντησα τους φονιάδες κι αυτοί με κυνηγούσανε κι εγώ έτρεχα κι αυτοί ξοπίσω μου κι εγώ έτρεχα κι αυτοί ξοπίσω μου πάντα κι εγώ έτρεχα ώσπου με κρεμάσανε σ’ένα κλωνί στη Μεγάλη Βελανιδιά, κι η όμορφη Μικρούλα με τα γαλάζια μαλλιά έστειλε και με πήρε ένα αμαξάκι κι όταν με είδαν οι γιατροί, είπανε μονομιάς: «Αφού δεν είναι πεθαμένος, είναι σημάδι πως είναι πάντα ζωντανός» και τότε μου ξέφυγε κι είπα ένα ψέμα κι η μύτη μου άρχισε να μεγαλώνη και δε μπορούσα πια να περάσω από την πόρτα της κάμαρας και για τούτο πήγα μαζί με την Αλεπού και το Γάτο κι έθαψα τις τέσσερις λίρες μου, γιατί είχα ξοδέψει τη μια στην ταβέρνα του Κόκκινου Αστακού κι ο Παπαγάλος έβαλε τα γέλια κι αντίς να βρω δυο χιλιάδες λίρες δεν ηύρα τίποτα κι ο Δικαστής σαν έμαθε πως μου τις είχανε κλέψει μ’έβαλε στη φυλακή, για να ικανοποιηθούν οι κλέφτες κι από κει βγήκα και στο δρόμο είδα σ’ένα χωράφι ένα όμορφο τσαμπί σταφύλι και πιάστηκα στην παγίδα κι ο χωρικός με το δίκιο του μου έβαλε σκυλίσιο κολλάρο στο λαιμό και μ’έβαλε να φυλάω το κοτέτσι μα κατάλαβε πως ήμουν αθώος και μ’άφησε να φύγω και το φίδι με την ουρά του έβγαζε καπνό βάλθηκε να γελάει και του έσπασε μια φλέβα στο στήθος κι έτσι γύρισα πίσω στο σπίτι της όμορφης Μικρούλας που ήτανε πεθαμένη και το Περιστέρι, βλέποντάς με να κλαίω, μου είπε: «Είδα τον πατέρα σου που έφτιαχνε βαρκούλα να πάη να σε βρη» κι εγώ του είπα: «Ωχ, αν είχα φτερά όπως τα δικά σου» κι αυτό μου είπε: «Θες να πας στο μπαμπά σου;» κι εγώ του είπα: «Πώς;» κι αυτό μου είπε: «Ανέβα στην πλάτη μου» κι έτσι πετάξαμε όλη τη νύχτα κι’ύστερα, το πρωί όλοι οι ψαράδες λέγανε κοιτάζοντας τη θάλασσα: «Ο καημένος ο άνθρωπος στη βαρκούλα θα πνιγή» κι εγώ σε γνώρισα μονομιάς από μακριά γιατί μου τά’λεγε η καρδιά μου και σου έγνεψα να γυρίσης πίσω στ’ακρογιάλι...»

(C.Collodi, Οι Περιπέτειες του Πινόκιο, Εκδόσεις Μίνωας, Αθήνα, μετάφραση Γεωργία Δελληγιάννη-Αναστασιάδη)