Ένα διήγημα του Τζοβάννι Βέργκα

Η τελευταία επίσκεψη
Του Τζοβάννι Βέργκα

Πάνω απ’το παλάτσο Ντολφίνι κάθησε ξαφνικά ένα σύννεφο θλίψης. Η ασθένεια της ντόννα Βιττόρια που συνεχιζόταν επί μία εβδομάδα περίπου, είχε επιδεινωθεί στην διάρκεια της νύχτας. Ο γιατρός, προτού να φύγει, είχε γράψει τις τελευταίες οδηγίες πάνω στο τραπεζάκι του προθαλάμου, γυρίζοντας την πλάτη στην είσοδο, στον υπηρέτη που στεκόταν σοβαρός και βαρύς, φορώντας ήδη λευκή γραβάτα από τις δέκα το πρωί. Κατέφθαναν συγγενείς και στενοί φίλοι, ο ένας μετά τον άλλον, με κατεβασμένα πρόσωπα. Διέσχιζαν στα νύχια των ποδιών ολόκληρη την σειρά των σκοτεινών δωματίων μέχρι να φτάσουν στο σαλόνι όπου βρισκόταν ο σύζυγος της άρρωστης, όρθιος, ανάμεσα σε μια ομάδα γνωστών που αντάλλασσαν μερικές χαμηλόφωνες κουβέντες. Εκείνος τους υποδεχόταν σφίγγοντάς τους σιωπηλά το χέρι, απαντώντας έτσι στις βουβές τους ερωτήσεις. Κάπου κάπου ένας υπηρέτης ερχόταν βιαστικός, μια υπηρέτρια έκλεινε διακριτικά την πόρτα του κατασκότεινου δωματίου. Μέσα από εκεί έβγαινε κατά διαστήματα κάτι που έμοιαζε σαν ήχος λέξεων, που τις πρόφεραν φωνές, θαρρούσες από άλλο κόσμο. Και το θρόϊσμα των φουστανιών έδινε την εντύπωση φτεροκοπήματος.
Μια πλευρίτιδα είχε αρπάξει η ντόννα Βιττόρια φεύγοντας από κάποια γιορτή, περιτριγυρισμένη από την κομψή παρέα της που είχε σπεύσει να της φορέσει την γούνα της γύρω απ’τον λαιμό, να της προσφέρει το μπράτσο, να της ανοίξει την πόρτα της άμαξας, η οποία ήταν ζεστή και αρωματισμένη σαν φωλιά. Εκείνη τη στιγμή είχε αισθανθεί ένα ρίγος να κάθεται πάνω στους ωραίους γυμνούς της ώμους, που ανεβοκατέβαιναν ακόμα από το βαλς, κάτω απ’το λούτρινο παλτό. Κι έπειτα έπεσε στο κρεββάτι και δεν ξανασηκώθηκε. Ο γιατρός της, ο γιατρός της καλής κοινωνίας, ήρθε κατ’αρχήν ν’ανταλλάξει μερικές κουβέντες, να βυθιστεί στη μεγάλη πολυθρόνα στα πόδια του κρεββατιού, και να γράψει απρόθυμα πριν να φύγει, χωρίς κάν να βγάλει τα γάντια του, δυο τρεις γραμμές, με το ωραίο γυναικείο του γράψιμο πάνω σε μια σελίδα με το μεσαιωνικό στέμμα που είχε πέντε απολήξεις. Όμως δυο τρεις μέρες αργότερα, εμφανίστηκε σοβαρός και ο σύζυγος τον συνόδευσε στο σαλόνι, όπου σταμάτησαν να μιλήσουν οι δυο τους για ένα λεπτό κοντά στο περβάζι του παραθύρου. Στην είσοδο γινόταν μια πραγματική παρέλαση από άμαξες, από φίλους, από υπηρέτες με λιβρέα, που άφηναν δυο λόγια, το όνομά τους, το επισκεπτήριό τους. Ο θυρωρός τα έπαιρνε κάθε βράδυ και μέσα σ’έναν γεμάτο δίσκο τα πήγαινε στον προθάλαμο, έναν κατάλογο γεμάτο από λόγια θλίψης και από ευχές, μαζί με την αναφορά της ημέρας, κρυμμένη από κάτω έτσι ώστε να μην την πιάνει το βλέμμα της ασθενούς που ήθελε καθημερινά να διαβάζει τα ονόματα όσων είχαν έρθει να ρωτήσουν για την υγεία της. Και μερικές φορές τα μάτια της που έκαιγαν από τον πυρετό, σταματούσαν επάνω σε μια υπογραφή και πλημμύριζαν δάκρυα.
Τα βράδια η μις Φλώρενς άφηνε το μυθιστόρημα που διάβαζε και κατέβαινε με την μικρή στο δωμάτιο της ντόννα Βιττόρια, η οποία υποδεχόταν τις δύο με ένα αχνό χαμόγελο. Η κόρη της, μια λευκή, λεπτεπίλεπτη μικρούλα, με μακριές χρυσαφιές κοτσίδες που της κρέμονταν στους ώμους, και με τέλεια συμπεριφορά που την έκανε να μοιάζει σαν μικρή κυρία, πήγαινε ακροποδητί να φιλήσει τη μαμά της, με τα διακριτικά βήματα ενός καλομαθημένου κοριτσιού. Έπειτα την καληνύχτιζε στα αγγλικά ή στα γερμανικά, ανάλογα με την ημέρα, και ακολουθούσε την παιδαγωγό της, ευθυτενής και αλύγιστη. Τέλος, την παραμονή, η ντόννα Βιττόρια πήρε το χέρι του κοριτσιού και το κράτησε, και της μίλησε στη μητρική της γλώσσα, είπε δυο τρία λόγια κατηγορώντας τον πυρετό, και είχε στο πρόσωπό της που είχε πάρει κέρινο χρώμα ένα λυπημένο χαμόγελο. Η μικρή την άκουγε σοβαρή και ήσυχη, με τα μεγάλα γαλανά μάτια της ορθάνοιχτα. Αργότερα ήρθε ο γιατρός δυο φορές και ζήτησε να γίνει συμβούλιο. Μέσα στο σαλόνι, το πηγαινέλα των γνωστών έγινε πιο γρήγορο και νευρικό. Στην διπλανή σάλα, δίπλα από το παραπέτασμα της εισόδου, άκουγε κανείς το συμβούλιο των γιατρών, την συζήτηση που κάθε τόσο διακοπτόταν από κάποια μυστηριώδη λέξη, ακολουθούμενη από σύντομη σιωπή. Στην αυλή, ο θόρυβος των μαστιγίων και των αμαξών ερχόταν σε αντίθεση με την βαριά σιωπή των άλλων ημερών, λες και κάτι είχε αλλάξει σ’αυτό το σπίτι. Μέχρι αργά τη νύχτα, η ίδια άμαξα που είχε φέρει την κυρία από τον χορό, έμενε να περιμένει δεμένη στην αυλή, με τα δυο της φανάρια αναμμένα να καθρεφτίζονται στο νερό του συντριβανιού. Την επομένη υπήρξε μια ασυνήθιστη επίσκεψη μιας μακρινής συγγενούς, σχεδόν ερημήτριας, την οποία είχε πάει να φέρει η άμαξα. Και μπροστά στο ταπεινό της ντύσιμο, οι χρυσοποίκιλτες θύρες άνοιξαν με προσοχή. Εκείνη πήγε να καθήσει στο προσκέφαλο της άρρωστης, με μια οικειότητα σχεδόν μητρική, ρωτώντας την για την υγεία της, φλυαρώντας για χίλια δυο πράγματα με την ήρεμη φωνή μιας γυναίκας που ζει εν τη ειρήνη της εκκλησίας. Μίλησε για τον εαυτό της, για τα μικροπροβλήματά της τα καθημερινά, για την μοναδική παρηγοριά που δίνει η θρησκεία. Άρχιζε τώρα και η Σαρακοστή, η εποχή της μεταμέλειας μετά τα κρίματα της Αποκριάς. Μερικές φορές οι αρρώστιες αποτελούν προειδοποιήσεις που μας στέλνει ο Κύριος για να Τον θυμηθούμε. Γι’αυτό οι καλοί Χριστιανοί της παλιάς εποχής ζητούσαν να μεταλάβουν αν συνέχιζαν να είναι άρρωστοι πάνω από οκτώ μέρες. Δεν είναι σωστό να περιμένουμε την τελευταία στιγμή για να συμφιλιωθούμε με τον Θεό. Το βλέπει κανείς τόσες φορές με τόσους αρρώστους ανθρώπους, ότι το καλύτερο φάρμακο είναι η εξομολόγηση.
- Πότε; είπε μόνο η ντόννα Βιττόρια, άσπρη σαν την δαντέλα του μαξιλαριού της.
- Mα... όσο πιο σύντομα, τόσο το καλύτερο! Μην αφήσουμε τον Θεό να περιμένει.
- Εντάξει! μουρμούρισε η άρρωστη.
Και δεν είπε τίποτε άλλο. Συνέχισε μόνο να κοιτάζει επίμονα το άχρωμο πρόσωπο της γριούλας με μάτια ακίνητα και φλογισμένα.
Μόλις έφυγε εκείνη, έστειλε να φωνάξουν τον σύζυγό της.
Το πρόσωπό της είχε αλλάξει. Ξαφνικά είχαν περάσει απ’αυτό το πρόσωπο είκοσι χρόνια αρρώστιας και είχε απλωθεί επάνω του μια νεκρική ηρεμία. Η φωνή της έγινε βαθιά και βραχνή, σαν κάτι να άρχιζε να της λείπει.
-Θέλω να δω τους φίλους μου...όλους μου τους φίλους... ψιθύρισε.
Και η παρέλαση ξεκίνησε: ήρθαν όλοι όσοι είχαν περάσει να μάθουν νέα της. Όλοι όσοι μπόρεσαν να πληροφορηθούν την επιθυμία της ασθενούς. Έτσι, καθώς συναντιόντουσαν, γνωστοί και φίλοι, σε κάποια επίσκεψη, στο ζαχαροπλαστείο, μεταξύ μιας πάστας και ενός ποτηριού κρασιού, στο Κόρσο, με μια λέξη που πέταγαν ανάμεσα σε τόσες άλλες σε όποιον ερχόταν να τους καλημερίσει απ’το παράθυρο της άμαξάς τους. Στην σάλα εξακολούθησαν να παρελαύνουν μακριές ουρές από μετάξι, τα βήματα έκαναν τα λουστρινένια μποτάκια να τρίζουν, κύματα από ελαφρά και ντελικάτα αρώματα τύλιγαν την βαριά ατμόσφαιρα, σύντομες παρατηρήσεις ανταλλάσσονταν ψιθυριστά στην έξοδο με ένα κούνημα του κεφαλιού, καθώς κούμπωναν τον γιακά και κρατούσαν το μπαστουνάκι στο χέρι. Έπεφτε το βράδυ, ένα βράδυ ζεστό, χρυσαφί, ανοιξιάτικο. Στον δρόμο ακουγόταν ο αδιάκοπος ήχος από τις σειρές των αμαξών που γύριζαν από τη βόλτα τους. Μόνο η κάμαρα της άρρωστης, που έβλεπε στον κήπο, έμενε ήσυχη. Ένας υπηρέτης έφερε την αναμμένη λάμπα.
Έρχονταν ακόμα κάποιοι καθυστερημένοι, με ένα ερωτηματικό στο πρόσωπο και ο σύζυγος τους έβαζε μέσα, έναν μόνο κάθε φορά, με μια κίνηση του κεφαλιού και μερικά σιγανά λόγια. Μετά εκείνος σωριαζόταν στη μεγάλη πολυθρόνα του γιατρού στα πόδια του κρεββατιού, σαν να τον είχε νικήσει η κούραση. Και έμενε να κοιτάζει την άρρωστη, που είχε ήδη το σημάδι του θανάτου στο πρόσωπο, έτσι όπως την σκίαζε η κεντημένη βεντάλια. Εκείνη χαιρετούσε τους φίλους μ’ένα βλέμμα, μ’ένα θλιμμένο χαμόγελο, με μια σύντομη και γλυκειά κουβέντα που ήταν σαν χάδι, και με κάθε καινούρια άφιξη, το πρόσωπό της φωτιζόταν, τόσο που γύριζαν το λαμπατέρ από την άλλη πλευρά. Μετά σκοτείνιαζε και πάλι, καθώς συναισθανόταν την κατάστασή της. Κάθε στιγμή ήθελε να ξέρει τι ώρα ήταν.
- Και ο κύριος Τζινόλι δεν φάνηκε; ρώτησε στο τέλος.
Ο άντρας της δεν απάντησε, κοιτάχτηκαν για μια στιγμή. Εκείνη δεν πήρε το βλέμμα της, το πρόσωπό της ήταν ακίνητο και πελιδνό. Μ’αυτά τα μάτια μέσα σε μια στιγμή τα είπε όλα. Ο σύζυγος, όταν πέρασε στα διπλανά δωμάτια και την άφησε μόνη για ένα λεπτό, είχε σκυφτούς τους ώμους λες και βάραιναν επάνω του εκατό χρόνια.
Και η άρρωστη, μεταξύ δύο επισκέψεων, φώναξε την καμαριέρα και της είπε δυο λόγια που μόνο η κοπέλα μπορούσε ν’ακούσει - τόσο σβησμένη ήταν πια η φωνή της. Η καμαριέρα άκουγε, ανυπόμονη, στα πόδια του κρεββατιού, αποστεωμένη, με την μαύρη μεταξωτή της ποδίτσα που της έσφιγγε το αδύνατο στήθος. Ύστερα, καθώς ήταν να φύγει, έσκυψε ξαφνικά, και φίλησε το χέρι της κυρίας της ενώ αναλυόταν σε δάκρυα.
- Πήγαινε! της είπε η ντόννα Βιττόρια, χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά. Πήγαινε. Μην κλαις.
Ακούστηκε ο θόρυβος μιας άμαξας που έβγαινε από την πύλη. Έπειτα, με διαλείμματα, κάτι σαν σιωπηρή αναμονή. Κατά την διάρκεια αυτής της σιγής, οι λιγοστές λέξεις που αντάλλασσαν κάποια πρόσωπα που ήταν εκεί παρόντα, σ’έκαναν σχεδόν να πετάγεσαι. Η άρρωστη κοιτούσε τώρα με επιμονή την πόρτα, με τα μάτια της να λάμπουν, με τα μάτια που μόνον αυτά έμοιαζαν ζωντανά πάνω σ’εκείνη τη σκιά. Κάποια στιγμή ακούστηκε η άμαξα που επέστρεφε, έπειτα βήματα απαλά πάνω στο χαλί, και μπήκε μέσα ένας νεαρούλης γύρω στα τριάντα, κατάξανθος, με δέρμα τόσο λευκό που έδειχνε πελιδνό, με ένα σκούρο πανωφόρι κουμπωμένο ώς το πηγούνι, και με μονόκλ που κρεμόταν πάνω στο στήθος του από ένα σχοινί που δεν φαινόταν, σαν ατσάλινο κουμπί βαλμένο εκεί πέρα. Στον προθάλαμο ρώτησε τον υπηρέτη:
- Πώς είναι;...
- Άσχημα, πολύ άσχημα, απάντησε εκείνος.
Ο νεαρός μπήκε μέσα με αβέβαιο βήμα και βλέμμα απλανές. Στα άλλα δωμάτια δεν συνάντησε κανέναν.
- Ω, Τζινόλι! είπε η άρρωστη με ένα χαμόγελο.
Εκείνος δεν απάντησε, ανέπνεε βαριά, σαν να του είχε κοπεί η ανάσα, έτσι γρήγορα όπως είχε ανέβει τις σκάλες. Στο τέλος ψέλλισε:
- Είστε καλύτερα, έτσι δεν είναι; Για να μ’αφήσουν να περάσω...
Εκείνη έγνεψε ναι με το κεφάλι, δυο τρεις φορές κι έπειτα ψιθύρισε:
- Απόψε νοιώθω λίγο άσχημα...αλλά είδα τόσο κόσμο... και κουράστηκα. Όμως χαίρομαι ξαναβλέποντας τους φίλους...
Η κόμησσα Μπρούνι, που είχε μείνει μέχρι εκείνη την ώρα, σηκώθηκε για να αποχωρήσει.
- Aντίο, είπε η ντόννα Βιττόρια, καθώς η άλλη στεκόταν και της έσφιγγε το χέρι για αρκετή ώρα.
Έμεινε μια ηλικιωμένη κυρία, οικογενειακή φίλη, που είχε προσφθερθεί να ξαγρυπνήσει τη νύχτα κοντά της, και δυο άλλοι, ένα ζευγάρι, θείοι της ντόννα Βιττόρια από την πλευρά της μητέρας της. Η θεία μιλούσε για θαυματουργές θεραπείες, για αναπάντεχες γιατρειές. Οι άλλοι σώπαιναν χωρίς να την ακούνε.
- Θα έρθετε κι αύριο; είπε εκείνη, στρέφοντας το κεφάλι της προς τον Τζινόλι.
Eκείνος ψέλλισε πως ναι.
Eκείνη έμεινε να τον κοιτάζει, σαν να είχε μείνει άφωνη απ’αυτά τα λόγια. Κι αίφνης δυο δάκρυα κύλησαν αργά στα μάγουλά της.
-Πότε θα γίνει μέρα; είπε. Και γύρισε το κεφάλι της απ’την άλλη, χωρίς να περιμένει απάντηση.
Κάθε τόσο η καμαριέρα διέσχιζε το δωμάτιο χωρίς να κάνει φασαρία, ή ακουγόταν το ελαφρύ βήμα ενός υπηρέτη στην διπλανή αίθουσα. Τότε όλοι μαζί σήκωναν τα κεφάλια τους, χωρίς να ξέρουν γιατί.
Μόνο η άρρωστη μουρμούριζε μετά από μακριές παύσεις:
- Νοιώθω άσχημα, νοιώθω πολύ άσχημα.
Κάποια στιγμή ο Τζινόλι, σαν να μην άντεχε πια, σηκώθηκε να φύγει. Αλλά εκείνη το πρόσεξε και του είπε, με το βλέμμα πάντα προς τον ουρανό του κρεββατιού:
- Φεύγετε κιόλας...
Ένα καμπανάκι ακούστηκε απ’τον δρόμο, και βήματα που πλησίαζαν. Έπειτα άνοιξε με ορμή η πόρτα της κάμαρας, σαν νά’λεγε στον Τζινόλι:
- Και τώρα φύγετε.
Η άρρωστη γύρισε το κεφάλι της, το σκοτισμένο από την αγωνία και του έτεινε το χέρι κουνώντας τα χείλη σαν να ήθελε να ψιθυρίσει κάποια ακατανόητα λόγια. Εκείνος της το έσφιξε. Ήταν κρύο. Και έφυγε τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένος. Στο σαλόνι συνάντησε τον σύζυγο, και κοιτάχτηκαν για ένα λεπτό, ακίνητοι. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε στον προθάλαμο το καμπανάκι της τελευταίας Μετάληψης. Ο σύζυγος, κατάχλωμος, έσκυψε το κεφάλι. Ο άλλος εξαφανίστηκε ταχύτατα.
Στην μακριά σειρά των έρημων και σκοτεινών δωματίων, ακουγόταν μονάχα ο ήχος από εκείνο το καμπανάκι που χτυπούσε.

Από την συλλογή διηγημάτων Drammi intimi-1884. Μια παραλλαγή του ίδιου διηγήματος βρίσκεται επίσης στην συλλογή I ricordi del Capitano d’Arce-1891.

Μετάφραση: Λητώ Σεϊζάνη, δημοσιεύθηκε στο 9ο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού «Φρέαρ»